- βρέξη
- [-ις (-εως)] η , βρέξιμο τό1) смачивание, увлажнение; 2) поливка (цветов, улиц и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρέξη — η (Α βρέξις) [βρέχω] βρέξιμο, ύγρανση … Dictionary of Greek
βρέξῃ — βρέξηι , βρέξις a wetting fem dat sg (epic) βρέχω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg βρέχω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέξηι — βρέξις a wetting fem dat sg (epic) βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek